ΤΟ ΔΟΓΜΑ
ΠΕΡΙ ΑΛΑΘΗΤΟΥ

                                                                                                                        Αρχιμανδρίτου

                                                                                                                    Ιουστίνου Πόποβιτς

 

 

 

 

 

 

 

 Όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί, από του πλέον πρωτογόνου μέχρι του πλέον λεπτού, από του φετιχιστικού μέχρι του παπικού, βασίζονται επί της πίστεως είς τον άνθρωπο, όπως είναι αυτός μέσα είς την δεδομένη ψυχοφυσική του εμπειρική κατάσταση και ιστορικότητα .      Πράγματι, όλη η ουσία του κάθε ουμανισμού είναι ο άνθρωπος = homo. Συνοψιζόμενος είς την οντολογία του κάθε ουμανισμός δεν είναι άλλο τι παρά χομινισμός (homo-hominis). Ο άνθρωπος είναι η ανωτάτη αξία, η παναξία . Ο άνθρωπος είναι το ύψιστον κριτήριο, το πακριτήριον,  «μέτρον πάντων άνθρωπος».  Αυτό είναι , in nuce, κάθε ουμανισμός, κάθε χομινισμός. Εντεύθεν όλοι οι ουμανισμοί, όλοι οι χομινισμοί, εν τελευταία αναλύσει, είναι ειδωλολατρικής, πολυθεϊστικής προελεύσεως.

   Όλοι οι ευρωπαϊκοί ουμανισμοί, από τους προ της Αναγεννήσεως, της Αναγεννήσεως και περαιτέρω, οι προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί, επεδίωκον εν γνώσει ή εν αγνοία, και αδιακόπως επιδιώκουν, ένα πράγμα :  να αντικαταστήσουν την πίστη είς τον θεάνθρωπο με την πίστιν είς τον άνθρωπον, να αντικαταστήσουν το Ευαγγέλιο κατ’άνθρωπον, την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον με την φιλοσοφίαν κατ’άνθρωπον, την κουλτούρα κατά Θεάνθρωπο με την κουλτούρα κατ’άνθρωπον. Με μία λέξη να αντικαταστήσουν την ζωή κατά Θεάνθρωπον με την ζωή κατ’άνθρωπον.  Και ταύτα συνέβαινον επί αιώνες, εώς ότου τον παρελθόντα αιώνα, το 1870, είς την πρώτη σύνοδο του Βατικανού, όλα αυτά συνεκεφαλαιώθησαν είς το δόγμα του αλαθήτου του Πάπα .  Έκτοτε το δόγμα αυτό απέβη το κεντρικό δόγμα του παπισμού. Δια τούτο επί των ημερών μας είς την Β΄ Σύνοδο του Βατικανού τόσο επιμόνως και επιδεξίως συνεζητήθη και υπεστηρίχθη το απαραβίαστον και το αναλλοίωτων αυτού του δόγματος. Το δόγμα τούτο έχει κοσμοϊστορική σημασία δι’όλην την τύχη της Ευρώπης, μάλιστα δε διά τους αποκαλυπτικούς καιρούς της, είς τους οποίους έχει ήδη εισέλθει.  Δια του δόγματος αυτού όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί απέκτησαν το ιδεώδες και το  ειδωλόν τους. Ο άνθρωπος ανεκηρύχθη υπερτάτη Θεότης, πανθεότης. Το ευρωπαϊκό ουμανιστικό πάνθεον απέκτησε τον Δία του.

   Η ειλικρίνεια είναι ή γλώσσα της Αλήθειας, το δόγμα περί του αλαθήτου του Πάπα του 20ου αιώνος, δεν είναι άλλο παρά η αναγέννηση της ειδωλολατρίας και του πολυθεϊσμού. Αναγέννησης της ειδωλολατρικής αξιολογίας και κριτικολογίας.

   Μεταξύ ενός τοιούτου κόσμου, ο οποίος εκουσίως «εν τω πονηρώ κείται», και του ανθρώπου που ακολουθεί τον Θεάνθρωπον Χριστόν δεν υπάρχει συμβιβασμός. Εκείνος που ακολουθεί τον Θεάνθρωπον δεν δύναται εις βάρος της Ευαγγελικής Αλήθειας να κάμνει συμβιβασμούς με τον ουμανιστικόν άνθρωπον, που όλα αυτά τα δικαιολογεί και τα ανάγει είς δόγμα. Εδώ πάντοτε πρόκειται περί αποφασιστικού και κρισιμωτάτου διλήμματος και εκλογής – ή ο Θεάνθρωπος ή ο άνθρωπος. […]

   Ο «αλάθητος» άνθρωπος, και απέναντί του ο «παναμαρτωλός» άνθρωπος,  η ταπεινοφροσύνη από το ένα μέρος και η υψηλοφροσύνη από τα άλλο. Η απαράμιλλος αηδών του Ευαγγελίου του Θεανθρώπου, ο άγιος Χρυσόστομος ευαγγελίζεται «Θεμέλιος εστί της καθ’ημάς φιλοσοφίας η ταπεινοφροσύνη».  Η ταπεινοφροσύνη είναι το θεμέλιο της φιλοσοφίας μας περί της ζωής και του κόσμου, περί του χρόνου και της αιωνιότητος, περί του Θεανθρώπου και της Εκκλησίας. Ενώ θεμέλιον παντός ουμανισμού, ακόμα και εκείνου του αναχθέντος είς δόγμα, είναι ή υψηλοφροσύνη, ή πίστις είς τον λόγον του ανθρώπου, είς τον νούν και την λογική του. Η υψηλοφροσύνη  μετέτρεψεν εις διάβολον ακόμη  και τον ακτινοβολούντα Εωσφόρον. Η υψηλοφροσύνη είναι ανίατος νόσος του νου του διαβόλου. Εντός της ευρίσκονται και εξ αυτής πηγάζουν όλα τα λοιπά διαβολικά κακά.

                                                             

(Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς: Άνθρωπος και Θεάνθρωπος – σελ.149-151).

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ